-
1 награда
награда ж το βραβείο· η ανταμοιβή (вознаграждение)' правительственная \награда το κυβερνητικό βραβείο· в \наградау για ανταμοιβή* * *жτο βραβείο; η ανταμοιβή ( вознаграждение)прави́тельственная награ́да — το κυβερνητικό βραβείο
в награ́ду — για ανταμοιβή
-
2 вознаграждение
η αμοιβ/ή, η ανταμοιβή-капитану с фрахта мор. о επίναυλοςпремиальное - η επί πλέον αμοιβή, το δώρο, η αμοιβή παρότρυνσης ή απόδοσης, το πρίμ, το μπόνους (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вознаграждение
-
3 гонорар
η αμοιβ/ή, η ανταμοιβήсумма - а ποσό της - ής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гонорар
-
4 вознаграждение
-
5 награда
наградаж ἡ ἀνταμοιβή/ τό ἐπαθλο[ν], τό βραβεῖο[ν] (в спорте, на конкурсе, в школе)/ τό παράσημο (правительственная). -
6 вознаграждение
[βαζναγκραζνπένιιε] ουσ. ο. (ανταμοιβή -
7 награда
[ναγκράντα] ουσ. θ. ανταμοιβή, βραβείο, παράσημο -
8 вознаграждение
[βαζναγκραζνπένιιε] ουσ ο (ανταμοιβή -
9 награда
[ναγκράντα] ουσ θ ανταμοιβή, βραβείο, παράσημο -
10 воздаяние
-я ουδ.παλ. αμοιβή, ανταμοιβή, αντάμειψη. -
11 вознаграждение
-я ουδ.αμοιβή, ανταμοιβή• επιβράβευση•вознаграждение за долголетнюю службу επιβράβευση για πολυετή υπηρεσία•
денежное -χρηματική αμοιβή.
-
12 гонорар
-а α.αμοιβή, ανταμοιβή, πληρωμή. -
13 награда
-ы θ.ανταμοιβή βραβείο παράσημο γέρας έπαθλο•удостоенный -ы παρα-σημοφορεμένος.
-
14 наградить
-разку, -радишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. награжденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. ανταμείβω, επιβραβεύω (για έργο ή πράξη) δίνω, απονέμω βραβείο, βραβεύω•орденом παρασημοφορώ.
|| εκφράζω ευγνωμοσύνη•наградить улыбкой χαμογελώ από ευγνωμοσύνη•
взглядом ρίχνω ματιά ευγνωμοσύνης.
2. προικίζω, δίνω σαν προίκα. || μτφ. χαρίζω• εμπλουτίζω•природа его -ла талантом η φύση τον προίκισε με ταλέντο.
3. (με κακή σημασία)• ανταποδίνω, πληρώνω•наградить оплеухой δίνω για ανταμοιβή ένα χαστούκι•
наградить пинком δίνω για αμοιβή μια κλωτσιά.
-
15 награждение
-я ουδ.1. βράβευση, επιβράβευση• ανταμοιβή.2. παλ. βλ. награда.
См. также в других словарях:
ἀνταμοιβῇ — ἀνταμοιβή interchange fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμοιβή — interchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταμοιβή — η (AM ἀνταμοιβή) παροχή αμοιβής για υπηρεσίες, ανταπόδοση αρχ. ανταλλαγή, εναλλαγή … Dictionary of Greek
ανταμοιβή — η ανταπόδοση, πληρωμή: Η ανταμοιβή για τις θυσίες του αυτές ήταν να μην του δίνει κανείς σημασία τώρα που γέρασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνταμοιβαῖς — ἀνταμοιβή interchange fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμοιβαί — ἀνταμοιβή interchange fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμοιβῆς — ἀνταμοιβή interchange fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμοιβήν — ἀνταμοιβή interchange fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… … Dictionary of Greek